- πτοέω
- πτοέω and [full] πτοιέω, [tense] fut.A
-ήσω AP7.214
(Arch.): [dialect] Ep. [tense] aor. ἐπτοίησα, [dialect] Aeol. ἐπτόαισα (v. infr.):—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] aor.ἐπτοιήθην Call.Dian.191
: [tense] pf. ἐπτόημαι, [dialect] Ep. ἐπτοίημαι (v. infr.):—terrify, scare, AP l.c.:—[voice] Pass., to be scared, dismayed,φρένες ἐπτοίηθεν Od.22.298
;ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη A.Ch.535
; ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν by serpents, E.El. 1255 (s. v.l.);ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας Id.Tr.559
(lyr.);πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Plb.31.11.4
, cf. LXX Ex.19.16, al., Ev.Luc.21.9, 24.37; περὶ ὃ ἂν τύχῃ Polystr.p.29 W.; of animals, Q.S.11.48, 13.457.II metaph., flutter, excite by any passion,τό μοι καρδίαν . . ἐπτόαισεν Sapph.2.6
, cf. eand.Supp.14.6;τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις A.R.1.1232
; Κύπρις ἐπ' Αἰακίδῃ κούρῃ φρένας ἐπτοίησεν Poet. ap.Parth.21.2:—[voice] Pass., to be passionately excited, Mimn.5.2 (= Thgn. 1018);ἐπτοημένοι φρένας A.Pr.856
;ὡς ἐπτόηται E.Ba.214
, cf. IA 1029; ἔρωτι ἐπτοάθης ib.586 (lyr.); πτοιηθεὶς ὑπ' ἔρωτι Call.l.c.;τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Pl.Phd.68c
, cf. R.439d, Epicur.Fr. 465;περὶ τὴν ὀχείαν Arist.HA614a26
, cf. 571b10;περὶ τὰ ὄψα Plu. 2.1128b
;περὶ τὸ κέρδος Onos.1.20
;ἐς γυναῖκας Luc.Am.5
; ἐπὶ τὸ νέον ib.23;ἐπὶ γυναικί Parth.4.2
;πρὸς τὰς αἶγας Plu.2.989a
;τῇ γνώμῃ πρὸς τὸν πόλεμον Id.Sull.7
; to be distraught, μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται he gapes like one distraught after his fellows, Hes.Op.447; τὸ πτοηθέν distraction, E.Ba.1268. (πτοι- only in dactylic verse, perh. metri gr.; the -άω inflexion only in Thgn. l.c., E.IA586 (lyr.); Lesb. -αις ([etym.] ε) may have -αι- for -η- as αἰμίονος, etc.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.